δημηλασια

δημηλασια
    δημηλασία
    δημ-ηλᾰσία
    ἥ изгнание по постановлению народа Aesch.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "δημηλασια" в других словарях:

  • δημηλασία — δημηλασία, η (Α) [δημήλατος] η ποινή τής εξορίας που επιβάλλεται σε κάποιον με απόφαση τού λαού …   Dictionary of Greek

  • δημηλασίαν — δημηλασίᾱν , δημηλασία banishment decreed by the people fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δημήλατος — δημήλατος, ον (Α) φρ. «δημήλατος φυγή» η δημηλασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + ηλατος < ελατός (< ελαύνω), με έκταση τής πρώτης συλλαβής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»